- ἱππομανία
- ἱππο-μᾰνία, ἡ,A mad love for horses. Luc.Nigr.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱππομανία — ἱππομανίᾱ , ἱππομανία mad love for horses. fem nom/voc/acc dual ἱππομανίᾱ , ἱππομανία mad love for horses. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππομανία — η (Α ἱππομανία) μανιώδης αγάπη για τους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μανία (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αορ. β ἐ μάνην)] … Dictionary of Greek
ἱππομανίας — ἱππομανίᾱς , ἱππομανία mad love for horses. fem acc pl ἱππομανίᾱς , ἱππομανία mad love for horses. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομανίαν — ἱππομανίᾱν , ἱππομανία mad love for horses. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομανίαις — ἱππομανία mad love for horses. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππερος — ἵππερος, ὁ (Α) αλογομανία, ιππομανία, έρωτας για τους ἵππους («ἵππερόν μου κατέχειν τῶν χρημάτων» έριξε αλογομανία σαν ίκτερο στα χρήματά μου, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.: ἵππερος < ἵππος + κατάλ. ερος τής ασθένειας ἴκτ ερος… … Dictionary of Greek